- σταφυλίτης
- ο анат. язычок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταφυλίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. η σταφυλή τής υπερώας 2. φρ. «σταφυλίτης μυς» μικρός μυς τής οπίσθιας επιφάνειας τής σταφυλής αρχ. (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που προστατεύει τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα ίτης (πρβλ. σταφιδ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταφυλίτην — σταφυλίτης guardian of grapes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)